- δίκλωνος
- -η, -ο1. (για φυτά) αυτός που έχει δύο κλωνιά, κλαδιά2. (για νήμα, ύφασμα κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από δυο κλωστές στριμμένες μαζί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίκλωνος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο κλώνους: Ο δίκλωνος βασιλικός είναι πολύ φουντωτός. 2. αυτός που αποτελείται από δύο κλωνιές, δύο νήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίκλωστος — η, ο ο δίκλωνος … Dictionary of Greek
δίπλοκος — η, ο (AM δίπλοκος, ον) ο διπλά πλεγμένος, δίκλωνος νεοελλ. δίπλοκο (σχοινί) αυτό που αποτελείται από τρία ή τέσσερα πλεγμένα μονόπλοκα σχοινιά, καρλίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * (βλ. λ. δις) + πλοκος < πλέκω (πρβλ. αιμυλοπλόκος, καλαθοπλόκος)] … Dictionary of Greek
κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… … Dictionary of Greek